αγαθοδωρία

αγαθοδωρία
ἀγαθοδωρία, η (Μ) [ἀγαθόδωρος]
παροχή αγαθών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αγαθόδωρος — Όνομα μαρτύρων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Έζησε και μαρτύρησε τον 3o αι. Καταγόταν από την Πέργαμο της Μ. Ασίας. Συνεορτάζει με τον επίσκοπο Περγάμου Κάρπο και τον διάκονο Παπύλο στις 13 Οκτωβρίου. Θανατώθηκε ενώ μεταφερόταν δέσμιος μαζί… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”